στουρνάρι

στουρνάρι
το, Ν
1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα
2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα»)
3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στουρνάρι — το 1. σκληρή πέτρα. 2. μτφ., άνθρωπος με περιορισμένη ικανότητα αντίληψης: Πού να καταλάβει αυτό το στουρνάρι! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στούρνος — (sturnus). Ωδικά πουλιά της οικογένειας των Στουρνιδών, γνωστά και σαν ψαρόνια. Το ράμφος τους είναι μυτερό και συμπιεσμένο, οι φτερούγες τους μακριές, η ουρά τους κοντή και τα πόδια τους κοντόχοντρα, σκεπασμένα στο μπροστινό τμήμα, με πλατιές… …   Dictionary of Greek

  • ισόλιθος — ἰσόλιθος, ον (Μ) όμοιος με λίθο, δηλαδή ανόητος, αμβλύνους, «ντουβάρι», «στουρνάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λιθος (< λίθος), πρβλ. λευκό λιθος, φιλό λιθος] …   Dictionary of Greek

  • στουρναρόπετρα — η, Ν στουρνάρι …   Dictionary of Greek

  • τσακμακόπετρα — η 1. η πέτρα του τσακμακιού. 2. ο πυριτόλιθος, η στουρναρόπετρα, το στουρνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”